- φωτοθυρίστορ
- το, Ν(ηλεκτρον.) θυρίστορ τού οποίου η λειτουργία μπορεί να προκληθεί είτε με ηλεκτρική παλμώθηση είτε με φωτεινή ακτινοβολία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photothyristor].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.